η φωνή σου

η στήλη μας

   
Μετανάστης
Αδέσμευτο περιοδικό στο διαδίκτυο

Εκδίδεται από επιτροπή

metanastis@metanastis.com
 


Κι εσύ λαέ βασανισμένε πληρώνεις την αδιαφορία σου 
 

ΕΠΕΨ
Επιστολική Ψήφος

Λογοτεχνία της διασποράς  ΕΕΛΣΠΗ

Ελληνική Γλώσσα 

Οργανισμός 
 διεθνοποίησης
 Ελληνικής Γλώσσας
ΟΔΕΓ

ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ

Ελληνική Μουσική

Τέχνη & Πολιτισμός

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

ΜΑΥΡΑ-ΚΟΚΚΙΝΑ 

Ποίηση

Ενδιαφέροντες
Κόμβοι

Επιστολές

Αρχείο

 Ελληνικό Θέατρο
Βούπερταλ
Griechisches Theater
Wuppertal

Αλέξανδρος ο Μέγας

Alexander der Grosse

 DIAGORAS

ΔΙΑΓΟΡΑΣ
 ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
 

 

 

Αγαπητοί Πανέλληνες,
Έχω γράψει ένα μικρό διήγημα 900 λέξεων τόσο μικρό όσο ο εκδότης τής εφημερίδας Hellas News μού επιτρέπει να γράφω στην εβδομαδιαία στήλη μου "Το Πενάκι Τής Μπούτου". Αν σάς αρέσει μοιραστείτε το με τούς δικούς σας ανθρώπους.
Ζήτω ο Οικουμενικός Ελληνισμός που δέν αφήνει περιθώρια για αμφισβήτηση τής ιστορίας του και τής διαδρομής του σαν ΕΘΝΟΣ

Σεβαστή Μπούρα-Μπούτου
Νέα Υόρκη, 27.10.2005

Ζήτω η 28η Οκτωβρίου

Εφέτος, φόρεσα ένα μαύρο σιγούνι τής γιαγιάς μου τής Τσακώνισσας, κεντημένο με κόκκινη κλωστή, ένα μαντήλι στο χρώμα τής ώχρας που τό έδεσα σαν τής Μπουμπουλίνας, και μια μακρυά φούστα στο χρώμα τής ζάχαρης, με πιέτες πολλές σάν τα κύματα τού Αιγαίου, και έτρεξα να βρω τούς Έλληνες και τις Ελληνίδες στα βουνά τής Αρκαδιάς, να πολεμήσω και εγώ μαζί με τούς αντάρτες τον εχθρό. Ανέβηκα στον Τζούμο, εκεί που πολεμούσαν οι Κολοκοτρωναίοι, και στα Πελετά επέρασα σαν σαϊτα, με τήν ελπίδα ότι θα συναντούσα κανένα πολεμιστή, από αυτούς που φόραγαν κατάσαρκα ένα σταυρό η ένα χαϊμαλί, για να μην πλησιάζει ο οχτρός, όπως έλεγαν στην τοπολαλιά τους τόν κατακτητή. Είδα γυναίκες να κουβαλούν στούς ώμους τους ξύλα από κλιματόβεργες για προσανάμματα, και αλλες κούτσουρα για ζεστασιά. Τής λυπήθηκα που έμοιαζαν σάν στάχυα λυγισμένα από το πολύ βάρος. Τα πήγαιναν στα παλληκάρια στα βουνά, να τα βοηθήσουν να περάσει η νυχτιά κι η παγωνιά. Είδα και μια αρχοντοπούλα από το Λεωνίδι, να έχει ξύσει με τα δάκτυλά της το ρετσίνι από τα πεύκα, για να τούς φτιάξει έμπλαστρα που θεραπεύουν τίς πνευμονίες και τα στραμπουλήγματα. Είδα και μια γριά πάνω από ογδόντα, αγκομαχώντας να προσπαθεί να δρασκελίσει τα πουρνάρια που μπερδευόνταν στα μακρυά φουστάνια της, μήπως βρει κανένα αχλάδι στην αγριογκορτσιά. Ήθελε να φτιάξει κομπόστα για να γλυκάνει τούς πολεμιστάδες. Πέρα στο Κακοπέρατο, είδα τού Φέρτη τήν Βγενή να ψάχνει τόν αγαπημένο της τόν Αναστάση. Είχε τρελλαθεί λέγανε από τότε που έμαθε ότι τόν σκότωσε ένας Γερμαναράς με μακρυές μπότες και όπλα φτερωτά.

Ήλπιζα ότι θα μπορούσα να κόψω κανένα πεπόνι από το μποστάνι μας, αλλά βρήκα τούς Γερμανούς να το φυλάνε και να μη με αφήνουν να δοκιμάσω ούτε ένα. «Χαλτ!,» μού είπε ένας με μια πέτρινη φωνή. «Ψάξτον,» είπε κάποιος άλλος. «Μπορεί να είναι άνδρας ντυμένος γυναίκα.» «Όχι, είμαι γυναίκα,» φώναξα δυνατά σάν το αγρίμι. «Πώς βαστάει η ψυχή σας να με γδύσετε; Είναι μεγάλη ντροπή στο χωριό μου, αν συμβεί αυτό. Μη με ατιμώσετε. Εχω παιδιά που περιμένουν στο σπίτι να τούς πάω κανένα πεπόνι.» Οι φωνές μου πρόδιδαν το γυναικείο μου φύλο. «Αουτς! παλιοβλάχα,» φώναξε ένας από αυτούς. «Φύγε γρήγορα και να μήν ξαναπατήσεις εδώ.» «Θα σού κόψουμε τα ποδάρια, αν σε ξαναδούμε να περνάς από αυτό το φυλάκιο.» Κοίτα θράσος, είπα μέσα μου, ένας Γερμαναράς να λέει, ότι το κτήμα τού παππού μου είναι δικό του. Σκέψου να τού το είχαμε πουλήσει, τι θα γινόταν. Φοβήθηκα τόσο πολύ που άρχισα να σκέφτομαι, πώς θα έτρεχα πιο γρήγορα για να γλυτώσω. Τα χοιροδερμάτινα τσαρούχια που φορούσα, θα ελάττωναν τήν ταχύτητα. Γι'αυτό άφησα μόνο κάτι ανδρικά μάλλινα περιπόδια που φορούσα από μέσα, που τα έλεγαν τσουράπια, και άρχισα να τρέχω σαν λαγός. Οι πατούσες μου ήσαν σκληρές από τήν ξυπολυσιά. Είχα μάθει να περπατάω σε βράχια και αγκάθια. Ο αγέρας με χάϊδευε, καθώς έτρεχα σαν κυνηγημένη από την τρομάρα μου, μη μου ρίξουν καμιά σφαίρα στο κεφάλι, από φόβο και αυτοί μην τούς καρφώσω στους αντάρτες τής περιοχής μας. Ένας σκορπιός μπροστά μου, έτοιμος να με τσιμπήσει, παραμέρησε. Τόσο πολύ γρήγορα τον ξεπέρασα. Μια σαλαμάνδρα έφυγε κι αυτή τρέχοντας μέσ’ τίς αφάνες. Φθάνοντας στο ξέφωτο που έβγαζε στο σταυροδρόμι τής Κουνουπιάς, είδα τα σάσματα τής προγιαγιάς μου τής Γιαννούλας, ν' ανεμίζουν απλωμένα στήν χαρουπιά. Τόσο γερές ήταν οι βελέντζες της και ανεξίτηλα τα χρώματα στον χρόνο.

«Ελα παιδί μου,» είπε η γιαγιά μου η Κατερίνα τρομαγμένη. «Το μωρό κλαίει, και τα μεγάλα φωνάζουν την μάννα τους.» «Πάρε αυτή τη ρόκα και γνέσε λίγο προβατίσιο μαλλί που έχω από την κουρά τού Μάη, να φτιάξουμε κανένα ζεστό μάλλινο γιλέκο για τα παιδιά στο βουνό που πολεμάνε τούς σατανάδες.» «Έχω κάτι βελόνες για κάλτσες στο ντουλάπι τής μεσάντρας, κόρη μου. Μην αργείς.» Και συνέχισε αγανακτισμένη. «Οι άχρηστοι οι εχθροί, αφού δεν έκαναν προκοπή στην πατρίδα τους, θέλουν να πάρουν τού κόσμου τις πατρίδες. Θέλουν σκλάβους να τούς δουλεύουν στα χωράφια, γιατί αυτοί δεν βάζουν τα χέρια τους εκεί που τα βάζουν οι δικές μας γυναίκες.» «Ναι,» τής είπα, «πάνω στα μποστάνια μας είναι οι αγλίτσαστοι και δεν με άφησαν να κόψω ένα πεπόνι. Δεν τούς αντέχω άλλο . Εδώ που κάθομαι δεν κάνω τίποτε. Απρόκοπη είμαι και ακαμάτα.» «Τα παιδιά μεγαλώνουν αλλά η πατρίδα μας θα μικρύνει.»

«Τι πρόκειται να κάνεις,» μου είπε εκείνη, κοιτάζοντάς με ερευνητικά, με τα μικρά αστραφτερά μάτια της. « Θα φύγω, στο βουνό γιαγιά,» τής είπα. «Εσύ έχεις μεγαλώσει δεκατέσσερα παιδιά.» «Τρία ακόμη δέν θα σού κάνουν κακό. Είσαι καλή Βάβω.» «Εχεις αναθρέψει τόσους λεβέντες που πολεμάνε αυτή την στιγμή. Πάω και εγώ μαζί τους.» «Παιδί μου, δεν θέλω να πάς, » είπε εκείνη, σκουπίζοντας το ιδρωτάρι από το πρόσωπό της με τήν ποδιά της. «Καλύτερα να μείνεις εδώ να πλέκουμε κάλτσες, γιλέκα, και να μαγειρεύουμε καμιά ποδαρόσουπα από τα μοσχάρια που θα σφάζουμε να τούς ταΐζουμε.» «Όχι γιαγιά.» «Το φαγητό είναι μια απόλαυση που δεν την έχουν ανάγκη οι πολεμιστές.» «Ο άνθρωπος ζει και με πνεύμα. Και το πνεύμα τού Έλληνα είναι δοσμένο πρώτα στην πατρίδα του, και μετά σε όλα τα άλλα.» «Αν η πατρίδα μας είναι σκλαβωμένη, τι να την κάνουμε την ζωή.» Η πατρίδα είναι από τα πιο μεγαλοκόρυφα αγαθά, που λησμονούν όμως την αξία του οι άνθρωποι, όταν δεν τη μοιράζονται με άλλους. Η πατρίδα είναι ακόμα το πιο υψηλό ιδανικό που θέλει κόπο, αγώνες και θυσίες για να το κατακτήσεις. Γι' αυτή την πατρίδα πολέμησαν οι αγωνιστές τού Σαράντα. Εμπρός, ας τούς μιμηθούμε, αν όχι με πολέμους, τουλάχιστον με σιδερένια πυγμή στα πρόσωπα των πολιτικών και με υψηλό φρόνημα και ετοιμότητα στα πρόσωπα τού ελληνικού λαού.

Ζήτω η Ελλάδα αδέλφια. Ζήτω η 28η Οκτωβρίου 1940.
Να Ευτυχείτε

Σεβαστή Μπούρα- Μπούτου
Νέα Υόρκη, 27.10.2005

sevi_boutos@yahoo.com

 

 

Όταν "κοιμάσαι" άλλος  γράφει ιστορία
ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ

 Εμείς το αραχάνθος τα σκορπίδια, οι διάττοντες, επιβήτορες στη ξένη γη, μέσα στο σκοτάδι της μέρας, στ' αχνάρια του Διογένη, με τη βούληση μας, να θεμελιώσουμε την υποδομή του ελληνικού οράματος. Να βρούμε τη χαμένη μας ταυτότητα...!
Μάγειρας

 Όποιος ελέγχει το παρόν,
ελέγχει και το παρελθόν.
 Όποιος ελέγχει το παρελθόν,
"καθορίζει"
το μέλλον
George Orwell

   

Θερμοπύλες
Κ.Καβάφης 1903

Τιμή σ' εκείνους όπου στην ζωή των
Ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες
Ποτέ απ' το χρέος μη κινούντες.
Δίκαιοι κ' ίσιοι σ' όλες των τες πράξεις.
Αλλά με λύπη κιόλας κι ευσπλαχνία.
Γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
Είναι πτωχοί, πάλ' εις μικρόν γενναίοι,
Πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε.
Πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.
Και περισσότερη τιμή τους πρέπει
Όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
Πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος.
Κ΄ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.

 

Το κείμενο εκφράζει την άποψη του συγγραφέα
κεντρική σελίδα

ΑΡΧΕΙΟ

Ούλε τε καί μάλα χαίρε, θεοί δέ τοι όλβια δοίεν
Νά είσαι καλά καί νά χαίρεσαι, οι θεοί δέ νά σού δίδουν ευτυχία. (Οδύσσεια Ω 402.)