η φωνή σου

η στήλη μας

Μετανάστης
Αδέσμευτο περιοδικό στο διαδίκτυο

Εκδίδεται από επιτροπή

metanastis@metanastis.com


Κι εσύ λαέ βασανισμένε πληρώνεις την αδιαφορία σου 

ΕΠΕΨ
Επιστολική Ψήφος

Λογοτεχνία της διασποράς  ΕΕΣΠΗ

Ελληνική Μουσική

Τέχνη & Πολιτισμός

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

ΜΑΥΡΑΚΟΚΚΙΝΑ 

Ποίηση

Ενδιαφέροντες
Κόμβοι

Επιστολές

Αρχείο

Αθήνα 2004

Athens 2004

Αλέξανδρος ο Μέγας

Alexander der Grosse

 

 

  

ΚΙ ΑΣ

(Στις χαμένες μητέρες του πολέμου)

Κι ας μη χορτάσαμε της μάνας μας το γάλα

Κι ας μη γευτήκαμε το χνώτο της, το χάδι, το φιλί

Κι ας μας σκορπίσανε στ' ανέμου τη ζαλάδα

Μίση και πάθη ήταν μιας ανθρώπινης φυλής...

Κι αν τα φτερά στις πλάτες μας δεν είχανε δεθεί

Κι αν της ψυχής αδένες μας δεν είχανε πιαστεί

Κι αν έφτανε στα μάτια μας παράξενη γυαλάδα

Τάμα ήταν ανθρώπινο, ευχή, να διώξουν την κατάρα

Τι κι αν εσύ κουράστηκες και μόχτησες πολύ

Τι κι αν αυτός αγέρασε στην αγκαλιά της γης

Τι κι αν εμέ παρέσυρε τ' ανέμου η άγρια οργή

Φτάνει κοντά μας, αδερφοί, της μάνας μας μορφή

 

Τι κι αν περάσανε, θα πεις, χρόνια άδεια, πολλά

Τι κι αν χαθήκανε, θα πει, τα νιάτα κι η ορμή

Τι, θε να πω κι εγώ, κι απέρασε η κατάρα

Τον Γολγοθά αδέρφια μου τον ζήσαμε μαζί...

Τι κι αν εσύ τον ένιωσες ωμό, στεγνό και δυνατό

Τι κι αν εσέ σε παίδεψε σ' έλιωσε με τη γη

Τι κι αν εμένα μ' έριξε μακριά σε ξένη γη

Τρέξτε κοντά αδέρφια μου να σμίξουμε μαζί...

Σα δένδρο γέρικο που διψά και πάει να ξεραθεί

Ρίζα που σάπισε βαθιά και λιώνει σαν κερί

Σαn φύλο που κουράστηκε και πάει πια να χαθεί

Κοντοσταθείτε αδέρφια μου να κράξουμε μαζί,

μη γέρνεις δένδρο, μη...

Και να, σαν όραμα φτάνει η άγια μορφή της

Αχνός σαν ασπροσύννεφο που βγαίνει την αυγή

Σαν πέπλο ρόδινο απαλό απλώνεται η ανάπνα

Χέρια θωρούμε ανοιχτά, μάτια και άπειρα τα χάδια...

Κι όπως σαn δροσοστάλαγμα μας πέφτουνε τα δάκρυα

Κι εγώ, κι εσύ, κι αυτός σαν γη που έχει μαραθεί

Κορφές αλύγιστες, στητές από τα ξεροβόρια

'Ανθη θαρρώ πως βγάζουμε, γινόμαστε περβόλια...

Κι έλιωσε ο ήλιος στο χρυσό, μέθυσε ο ουρανός

Λογιών πουλιά μαζώχτηκαν και υμνούν τούτη την ευλογία

Τραγουδιστά κι ο άνεμος θροεί, φέρνει μια οπτασία

Και να θωρούμε ζωντανή, εσύ, αυτός κι εγώ

της μάνας μας άγια εικόνα...

Κι ας μη χορτάσαμε της μάνας μας το γάλα

Κι ας περιπλανηθήκαμε σαν ίσκιοι στη ζωή

Κι ας το θελήσανε οι άνθρωποι και 'σπειραν την κατάρα

Μάνα εσύ τα σκόρπισες και φώτισες σαν ήλιος τη ζωή...

Ρίξτε τους σπόρους σας παντού και κράξτε δυνατά

Βόλια, μαχαίρια και καημούς, Μάνα καμιά, ποτέ μην ξαναζήσει

Μάνα αν χάσεις από μικρός και μείνεις ορφανός

Είσαι χαμένος, άμοιρος και πάντα μοναχός...

Αδριατική θάλασσα 23.08.1995

Από την ποιητική συλλογή: «Ψάχνοντας στ' αχνάρια σο ζωή»

 

 

MANA, Μ' ΑΚΟΥΣ ;

Πίστευα πως με τον καιρό θα ξεχνούσα τον μεγάλο πόνο

της φυγής σου

Όχι εσένα, μάνα μου!

Εσύ δεν ξεχνιέσαι ποτέ!

Μα εμένα, που για πολύ καιρό είχα χαθεί μαζί σου

Κι ας λένε πολλοί για καιρό και γιατρό ή για μάτια

που δεν βλέπονται

Αυτά, μάνα μου, δεν έχουν για σένα ισχύ

Είναι μόνο μια παρηγοριά μικρή και φτηνή

Μια στάλα ακρόδακρο που δεν προλαβαίνει να φτάσει στη γη

Απ' τον δικό σου πόνο λιώνει κι αυτό

Κι ανάβει την πίκρα, καίει καρδιά, νου και ψυχή

Και το κορμί γερνά σα μια κορφή,

παραδομένο στου πόνου την ορμή

 

Η απουσία σου είναι κάτι πιότερο από αισθητή

Θαμπά κι απαισιόδοξα βλέπω τον κόσμο γύρα μου

Να είναι κουκλωμένος όπως το μωρό στα μωρόπανα

Αστήριχτος, χωρίς καμιά σκιά

Να μεγαλώνει ασυνήθιστα και γρήγορα

Και τα βήματά του, σα γδούποι, βαριά να τραντάζουν

και να σκάφτουν τη γη

'Ολα γρήγορα γίνονται, μάνα μου! Κι εγώ δεν προλαβαίνω τίποτα

Να, μοιάζει η ζωή σαν τρένο που όλο τρέχει

Μαύρο όπως ο καπνός του και άδειο

Μόνο που σφυρίζει τόσο απαίσια που σηκώνει την τρίχα

Να φτάνει στ' αφτιά μου ο ήχος σαν μαύρης καμπάνας φωνή

'Ιδια μ' εκείνη όταν έφευγες εσύ

Πόσο γρήγορα γίνονται, μάνα μου, όλα!

Ξέρεις, όλα τα πουλιά πετούν τα μωρά τους όταν νιώθουν ότι

είναι άχρηστα και λειψά

Δεν τ' αφήνουν να μεγαλώσουν και μετά να τα σκοτώσουν

Κι αν αυτά προσπαθήσουν να σηκώσουν τα αγένωτα φτερά τους

Πάλι τα ξαναγκρεμίζουν και τα πεθαίνουν

Κάτι υπέρτερο απ' τη θεία φύση αγαθό

Και δείχνουν και μεγαλοπρέπεια και ρεαλισμό

Κάτι που από εμάς λείπει

Ή δεν δεχτήκαμε από μικροπρέπεια και εγωισμό αυτά τα προικιά της φύσης

Η πολυτέλεια της υπεροχής τα σκόρπισε όλα

Για να γιομώσει, μάνα μου, η ζωή πιότερα αγκάθια

που ποτέ δεν της λείψαν

Μόνο που παράγινε τώρα το κακό

Κι όπως παν τα πράγματα αυτά θα μείνουν μοναχά

Καταμόναχα. Με κοράκια ακατάδεχτα και μολυσμένα!

Ένας άλλος αφύσικος νόμος που ποτέ γι' αυτόν δε μου μίλησες

Μου το 'κρυψες, δεν το σκέφτηκες ή δεν πρόλαβες, δεν ξέρω

Ξέρω όμως ότι μου λείπεις, μου λείπεις πολύ

Η απουσία σου για μένα γίνεται πνιγμός αφύσικος και μεγάλος

Και το κορμί μου αβάσταχτα βαρύ πάνω στα αδύναμα πόδια

πώς θα αντέξει;

Και να δεις πως πίστευα ότι με τον καιρό θα ξεχνούσα τον μεγάλο πόνο της φυγής σου

Που κόντεψα τότε να χαθώ και που δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω ως το τέλος να γλιτώσω

Και να μπω, αν μπορέσω, σ' έναν δρόμο λιγοστό που απόμεινε

κι ανθρώπινο

Για να καταφέρω να ξεπεράσω τις μεγάλες δυσκολίες της ζωής

Πέρασαν χρόνια από τότε που έφυγες

Και η ιστορία της συνειδητοποίησης άρχισε να ξετυλίγεται μπροστά μου σαν αράχνη

Μ' αρπαχτερά κι ολοζώντανα χταπόδια, πιασμένα στους ιστούς της

Μ' ένα λαβύρινθο σκοτεινό, αδιέξοδο και κρύο

και να τρέχω να πιάνω συχνά την κλωστή της Αριάδνης

που όλο χάνεται στα ανθρώπινα σκοτάδια που ξεπερνούν το χάος

Εκεί τάχθηκε να παίξω κι εγώ ένα ρόλο

Πιάνοντας κάθε φορά την άϋλη κλωστή χωρίς αρχή και τέλος

Μάνα! Μ' ακούς; 'Ολα έχουν αλλάξει

Δυσκολίες, στενοχώριες, βάσανα και αυτά ακόμα άλλαξαν

'Ενας χωρίς τέλος μεγάλος ανήφορος σαν εκείνον του Χριστού

Χωρίς Γραμματείς και Φαρισαίους

Αυτοί παραμεριστήκανε ή ξεχαστήκανε με το πέρασμα

του χρόνου

Κι εμείς, χωρίς να το καταλάβουμε, κληρονομήσαμε άλλους της δικιάς μας εποχής

Κι είναι πιο σκληροί, αδίστακτοι και μοχθηροί

Λες κι όταν έφυγες τους άφησες μια κατάρα

Απ' την μεγάλη τους απονιά που γεύτηκες

Μ' ακούς, μάνα; Μ' ακούς; Ακούς τι νιώθω;

Κάτι που πρώτα δεν ένιωθα

Στην παύση σου έπαψε το άρωμα των λουλουδιών

και των πουλιών οι μελωδίες σπάνιες, άμεστες και λιτές

Ο άνεμος παράξενος μ' άθλιες μυρουδιές

Χλωμός ο ήλιος, μα καίει ανάρμοστα

Και το φεγγάρι σαν το κοιτώ θαρρώ πως είναι ξένο

Και όλα τα αστέρια που τις νύχτες πέφταν στην ποδιά σου

και υμνούσαν μαζί τη ζωή κι εσένα

Ο Θεός, ο ουρανός κι η γη

Πνίγονται τώρα στη δικιά τους λησμονιά και σιγή

Μ' ακούς, μάνα μου;

Ω εσύ, στύλε της ζωής και στύλε της ψυχής!

Και να δεις σήμερα που γιορτάζεις!

Εδώ μπροστά σου βρίσκομαι, γονατιστός, σου δίνω αναφορά

Δεν θέλω να 'χω από σένα μυστικά, θέλω να τα ξέρεις όλα

Κι έλα, σε παρακαλώ, απόψε στ' όνειρό μου

Δώσ' μου μια συμβουλή ή άσε μου ένα μήνυμα λίγο να ξαλαφρώσω

Και σου 'φερα, μανούλα μου, βασιλικό

κι απ' την τριανταφυλλιά που φύτεψες εσύ,

δυο άσπρα τριαντάφυλλα βρεγμένα με δυο δάκρυα

Μαράγκιασαν τα μάτια μου, στέγνωσαν τα πηγάδια

Δυο δάκρυα όμως δέξου τα κι ας είναι απ' τα στερνά

21.03.1995 Β. Φ.

 

Fasoulas Vaios

Web: www.fasoulas.de

e-mail: vaios@fasoulas.de

 

 

Όταν κοιμάσαι άλλος γράφει ιστορία
ο μετανάστης

κεντρική σελίδα