η φωνή σου

η στήλη μας

Μετανάστης
Αδέσμευτο περιοδικό στο διαδίκτυο

Εκδίδεται από επιτροπή

metanastis@metanastis.com


Κι εσύ λαέ βασανισμένε πληρώνεις την αδιαφορία σου 

ΕΠΕΨ
Επιστολική Ψήφος

Λογοτεχνία της διασποράς  ΕΕΛΣΠΗ

Ελληνική Γλώσσα 

Οργανισμός 
 διεθνοποίησης
 Ελληνικής Γλώσσας
ΟΔΕΓ

Ελληνική Μουσική

Τέχνη & Πολιτισμός

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

ΜΑΥΡΑΚΟΚΚΙΝΑ 

Ποίηση

Ενδιαφέροντες
Κόμβοι

Επιστολές

Αρχείο

Αθήνα 2004

Athens 2004

Αλέξανδρος ο Μέγας

Alexander der Grosse

 

 

  

Για τις καλές μου φίλες, γυναίκες και κοπέλες, που δεν αναφέρω τα ονόματά τους και για τους καλούς μου φίλους: Τους εφτά Δημήτρηδες, τους Βασίληδες και το Σέμη, τον Ίωνα και τους Παναγιώτηδες, τους Παντελήδες και το Στράτο, τους Γιώργηδες και τους Θωμάδες, το Μαρίνο, Διονύση, Γαβριέλο και το Ρίζο, στους πέντε Κωστάδες, στο Σπύρο, στον Ιάκωβο, στους Νικολάδες και στους Χρηστάδες, στους Θανάσηδες, στον Ευγένιο και Αντώνη και άλλους που θα τους ψάξω, με πολύ, πολύ αγάπη και δεν εύχομαι να έχουν στην ψυχή τους κάποια θλίψη...

Από Βάιο Φασούλα 

Χρόνια Πολλά.

21.12.2002

 

Η ΘΛΙΨΗ ΣΟΥ ΟΡΓΗ ΜΟΥ

Δεν θέλω η θλίψη να σκεπάζει την καρδιά σου
Μήτε τους θρήνους της σιωπής ν' ακούω πως ηχούν
Μήτε να αντέχω το μπορώ στα στήθια σου να βλέπω
Πως πάλλονται σαν βάρκες μες στον ωκεανό

Πώς το ημπορώ, για ρώτα με, να βλέπω ταραχή;
Μέσα απ' τα στήθια σου η πνοή να σε σφυρηλατεί;
Και η ψυχή σου πιο βαθιά να τρέχει να κρυφτεί;
Τη θλίψη σου, η δύστυχη, δεν θέλει να τη ζει

Πώς ημπορώ τα μάτια μου, αλλού να τα γυρίσω;
Σαν βλέπω τα ματάκια σου να πνίγονται βουβά
Σε δάκρυα ακράτητα, πικρόχολα, θολά και να, να προμαντεύω
Απ' την καρδιά σου η Λάχεση, διώχνει μια συμφορά

Πώς είναι, αλήθεια, μπορετό, για σε που 'σαι θεριό;
Μαύρη να βλέπεις τη ζωή κι όλα σου σαν εχτρό;
Και να ανοίγεις μ' ανοχή τα φύλλα στο χτικιό
Και ν' αποδέχεσαι μουγκά της θλίψης μαρασμό;

Τη σκιά μου στέλνω μέσα σου και στήνω οχυρό
Βάσεις γερές απ' το αίμα μου, να 'ρθει ξανά το φως
Οι στεναγμοί σου, σαν σφυριά, αλύπητα χτυπούν
Κι οι πόνοι σου διάχυτοι με τρόμο με τρυγούν
Και βλέπω πάλι τη στιγμή, η θλίψη σου να φτάνει
Με ανοιχτά τα χέρια της κοντά της να σε πάρει
Κι έχει στολή του κόρακα, μαύρη ματιά, μύτη γαμψή
Και σκιάχτηκα, σαν πίστεψα, πως ήρθε η κόλαση στη γη

Υπνωτισμένη ήσουνα κι άπλωσες το γέλιο σου σαν πέπλο
Και μια χλομάδα χύθηκε κι έγινε δειλινό
Ο ήλιος αντραλίστηκε, βούλιαξε στην ομίχλη
Κι έγινε η μέρα σήμερα, φριχτή και ορφανή

Ίσα που έφτασα κοντά σου πριχού σε χάψει η θλίψη
Σαν αστραπή κινήθηκα και ήρθα να χτυπηθώ
Μαζί μ' αυτή, καθώς και με την άθλια πλήξη
Και εσύ, αρνάκι αβίγλιτο, τραβούσες στο βωμό

Σε τράνταξα κι έδιωξα τον ύπνο σου με βια
Στην αγκαλιά σε τράβηξα και σ' έσφιξα γερά
Και η καρδιά μου με σπαθί μπήκε μες στη δική σου
Και με θυμό ξερίζωσα τη θλίψη απ' την ψυχή σου

Έξω τραβώ τη θλίψη σου σα να 'ταν ένα ξόρκι
Φύγε, της λέω, μακριά χάσου και μη γυρίσεις
Μα, αν θέλεις έλα μέσα μου και ζήσε μια φορά
Κι όλα να δεις τα όπλα μου, που τα 'χω μυστικά

Φεύγει η θλίψη σαν τρελή και τράβηξε κοντά
Την πλήξη που σε πλάνταξε και την μελαγχολία
Κι ακολουθούν μ' αφήνιασμα οι πόνοι σου κι η απαισιοδοξία
Και η ψυχή σου ανάσανε κι ήρθε καθάριο φως

Τα βογκητά σου τέλεψαν κι όλες οι αγωνίες
Και τα σφυριά που χτύπαγαν, χάθκαν στο αχανές
Κι εγώ χτυπώ τα χέρια μου, προσεύχομαι για σε
Μην ξανασκύψεις, μάτια μου, σ' αυτές τις συμφορές

Όχου! πως αναστέναξες και θρόισες σαν φύλλο!
Κι αναπετάρισες με μιας, μ' όλα τα χρώματά σου
Δάκρυα στα μάτια φάνηκαν και ήταν της χαράς
Τα φουσκωμένα στήθη σου βρίσκουν την αρμονία

Τα χείλη σου, που 'ταν χλωμά και σφιχτοκλειδωμένα
Σαν άνοιξη που άργησε λίγο να ξεμυτίσει
Τώρα ανοίγουνε ξανά, γύρω σκορπούν χαρά
Τώρα μεθώ και χαίρομαι, που νίκησα ετούτο το θεριό

Ήρθες, μου λες ψιθυριστά, σε τούτη τη στιγμή
Αχ! να 'ξερες πως έζησα ξανά μες στην οδύνη
Όλα βούλιαξαν μέσα μου δένδρα, βουνά και φύση
Μαύρος ο ήλιος, ο ουρανός κι ολόκληρη η ζήση

Κουράστηκα και στράγγισα όλες μου τις ελπίδες
Κι ό,τι αν είχα μέσα μου τα 'δωσα με χαρά
Και κέρδισα γι' αντάλλαγμα μονάχα τυραννίες
Που πίστευα πως οι άνθρωποι έχουνε αγαθά

Πως χάθηκες, ενόμισα, μες στην απελπισιά μου
Μέσα στις μαύρες σκέψεις μου, στα καταφύγιά μου
Μες στης ψυχής χαλάσματα, -πώς θάρρεψα-ήσουν κι εσύ εκεί
Σαν Μέδουσα η μαύρη θλίψη μου, μας έθαψε μαζί!

Σε είδα μια στιγμή πως βούλιαξες στον πόνο
Και μ' έκανες άλλη μια φορά για σένα να πονέσω
Κι από μακριά το κουρασμένο χέρι μου απλώνω
Ιστούς κι αράχνες μέσα σου, με βία τους ξηλώνω

Ήλιος θα γίνω και φωτιά και όλα θα τα λιώσω
Κι από τη θλίψη σου να αδράξω, όλα της τα δεινά
Αυτά, που η δήμιος την καρδιά σου, κρατά πολύ καιρό
Κι ούτε ποτέ θ' αφήσω να παλέψεις την αλήθεια

Αυτή, που οι άνθρωποι την έκαναν συνήθεια
Κι όλο μιλάς για λύτρωση, που θα φέρνει ο ουρανός
Αυτή, που πολλοί τη σπέρνουνε και την διαλαλούν
Και μας τη λένε αγάπη, αδερφοσύνη και ανθρωπισμός

Γι' αυτά τα αγαθά εσύ, καλή μου, έδωσες πάλη τρανή
Όμως, σ' εγκλώβισε στα δίχτυα της η πλάνη
Και τάισες με υπερηφάνεια, με ζήλο κι αγάπη
Μέχρι που άδειασες και ξέχασες την ίδια σου ψυχή

Εμείς οι δυο γνωρίζουμε καλά, τι πάει να πει Αγάπη
Ακόμα από τα γεννοφάσκια μας την είχαμε αρετή
Κι όλες τις πίκρες μας τις κάναμε για φίλες
Το «βόλεμα» κι αυτή την «ηρεμία» την κάναμε αδερφή

Και στα σκοτάδια τα βαθιά θα ρίχνουμε τα φώτα
Ώσπου ο βασιλιάς σαν κρίνος αγνός θε ν' αναστηθεί
Όχι εκείνος, που παίζεται στη σκούρα τη σκακιέρα
Που πάνω από την τσόχα της στήνουμε ελπίδες κι όνειρα

Να μη θωρούμε πια το κρύο γέλιο του κι άπειρη ειρωνεία
Και να αγωνιούμε να του δώσουμε τη θέση τη σωστή
Που θέλει σώνει και καλά να φτάσουμε στην αμαρτία
Μα να μπορούν τα πιόνια να ζουν στο πράσινο μαζί!

Πως σε θαυμάζω! ω εσένα όμορφη και μικρή!
Εσύ μου έμαθες πολλά με τα τραγούδια της σιωπής
Και μια ασπίδα μ' όνειρα που έχει λουλουδίσει
Ήλιος, που αντί για αχτίνες, φεγγοβολά αρετή

Δε θέλω η θλίψη να σκεπάζει την καρδιά σου
Μόνο που θέλω να ακούω το γέλιο σου γλυκό
Αυτό το γέλιο σου μου δίνει δύναμη και κλαίω
Κι από τα δάκρυα φυτρώνει η αντοχή κι ο ανθός

Β. Φ. 10.10.1995. (Από τη Β' ποιητική Συλλογή)

 

Το κείμενο εκφράζει την άποψη του συγγραφέα

 

Όταν "κοιμάσαι" άλλος γράφει ιστορία
ο μετανάστης

κεντρική σελίδα

 ΑΡΧΕΙΟ