|
ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ Αδέσμευτο περιοδικό στο διαδίκτυο |
Εκδίδεται από επιτροπή |
: dialogos@t-online.de |
Κι
εσύ λαέ βασανισμένε πληρώνεις την
αδιαφορία σου
|
....21 Απριλίου 1967.... από το βιβλίο «Το πτυχίο» του Κελλίδη ΑνέστηΉταν 21.4.1967! Oι δύο άνδρες
συναντήθηκαν, όπως κάθε μέρα, την ώρα του
διαλείμματος στις εννέα η ώρα. το πρωί. Την ίδιο βράδυ συνεδρίασε το γραφείο της ΔΝΛ για την περαιτέρω αντιδικτατορική δράση της οργάνωσης. Τα τηλέφωνα άρχισαν να ζεσταίνονται και κάθε σχετική είδηση από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση έμπαινε σε αναλυτική συζήτηση. Μέσα σε λίγες μέρες, οργανώθηκε στο Ντύσσελντορφ, για πρώτη φορά μετά το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η μεγαλύτερη διαδήλωση στη Δ. Γερμανία κι αυτή από Έλληνες κατά της δικτατορίας. Σ΄ αυτή τη διαδήλωση πήραν μέρος είκοσι πέντε χιλιάδες Ελληνίδες και Έλληνες. Το σύνθημα «SS PATAKOS», που βροντοφώναξε εκείνη τη μέρα η ΔΝΛ, έγινε γενικό σύνθημα όλων των αντιστασιακών οργανώσεων στους δρόμους της Δ. Γερμανίας, ώσπου να πέσει η δικτατορία. Στη διαδήλωση αυτή ήρθε και ο Άντερερ! Είχε ζωγραφίσει το βασιλιά πάνω σ΄ ένα μεγάλο πανί, που έπνιγε με το ένα χέρι τη «Δημοκρατία» και τ΄ άλλο την «Ειρήνη.» «Πρώτη φορά ζωγράφισα βασιλιά με λαδομπογιά, για να δώσω έκφραση στο κουτό του πρόσωπο και πιστεύω να μην πήγε χαμένος ο χρόνος και ο κόπος.» Είπε και γέλασε, όσο δυνατά μπορούσε. Από τους έξω και μέσα πάτρωνες του ελληνικού λαού, είχε επιστρατευτεί, ότι καθυστερημένο είχε μείνει στην ελληνική κοινωνία. Αυτό που δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στη σύγχρονη εξέλιξη είχε συγκρουστεί με το προφίλ του σύγχρονου Έλληνα. Του Έλληνα που αγωνιζόταν να ξαναρίξει λίγο φως στα σκοτάδια που είχε περιπέσει στο διάβα της Ιστορίας του κι έδινε τη μάχη να ξαναβρεί τη χαμένη του ανθρώπινη ταυτότητα! Εκείνο που είχε χαθεί με την επιβολή της στρατιωτικής χούντας, δεν είχε συγκριτικό βαθμό. Η στέρηση της προσωπικής του ελευθερίας ξεπερνούσε τα οριακά επίπεδα των οικονομικών του απαιτήσεων και μηδένιζε κάθε υφιστάμενη ηθική αξία του χώρου του. Η κραυγή του, «Όπλα θέλουμε», από την δεξιά, ως την αριστερά ήταν η απάντηση στην βία που του είχε επιβληθεί και είχε γίνει ενιαίο αίτημα στις ιδιαίτερες συνθήκες του λαϊκού ξεσηκωμού ενάντια σ΄ εκείνους που είχαν «σώσει» τον ελληνικό λαό με το τανκ. Η καυτή ηφαιστειακή μάζα έψαχνε διέξοδο να ξεχυθεί, ν αποτεφρωθεί. Ο Αντώνης ένοιωθε σαν εκείνον που είχε πέσει για πρώτη φορά μέσα στο νερό, προσπαθούσε να κολυμπήσει και δεν τα κατάφερνε. Η κοσμοθεωρία του «Μαρξισμού»» νεοφυτεμένη μέσα στο πνεύμα και το σώμα του, αναδυόταν σαν καινούργιος Ήλιος. Φώτιζε τα πυκνά σκοτάδια της αόρατης κοινωνίας και του έδινε τη δύναμη να οραματίζεται ένα καλύτερο αύριο. Του πρόσφερε αισθητό περιεχόμενο και τράνωνε τις άτονες ελπίδες του για δράση. Η μαρξιστική σκέψη γι αυτόν ήταν η μοναδική πνευματική ποιότητα που είχε σχέση με τον άνθρωπο. Αυτή έβγαινε μέσα από τους κοινωνικούς κυκλώνες, τους πολιτικούς σεισμούς, μέσα στους οποίους καταποντίζεται το άτομο με την ακατανόητη έννοια λαός. Δημιουργεί και καταστρέφει ανώνυμα για να τα ονοματίσει αργότερα όλα μαζί «Ιστορία». Με τη διαλεκτική μέθοδο της μαρξιστικής σκέψης τολμούσε να προσδιορίσει το απροσδιόριστο νόημα της ζωής. Έσβηνε την παύλα και την τελεία μπροστά και μετά από την «έρευνα». Δεν αναζητούσε τίποτε έξω από το «γίγνεσθαι». Η διαλεκτική σκέψη ήταν κίνηση μέσα στην κίνηση και δεν περιοριζόταν μόνο στο πνεύμα ενός συγκεκριμένου ατόμου. Τα ερτζιανά κύματα μετέφεραν αόρατα στ΄ αυτιά του τις οιμωγές και τις σπαραχτικές φωνές των βασανιζόμενων σε κάποια φυλακή, σ΄ ένα απομονωμένο σκοτεινό κελί, σε κάποιο ερημονήσι. Διάβαζε τις εκκλήσεις τραυματισμένων στο σώμα και ταπεινωμένων στη ψυχή ανθρώπων, που έστελναν σινιάλο στο άπειρο με ραβασάκια σε μικρογραφία. Μετά το κουραστικό μεροκάματο, καθόταν ώρες ολόκληρες τις νύχτες, για να τα αποκωδικοποιήσει. Να τα διαβάσει με μεγεθυντικούς φακούς. Να τα γράψει στη γραφομηχανή. Να τα τυπώσει να τα κάνει φεϊγβολάν πληρώνοντας από το πενιχρό του μεροκάματο. Να στηθεί στους κεντρικούς δρόμους του Ντύσσελντορφ μέσα στο κρύο και τη βροχή δίπλα στους μάρτυρες του Ιεχωβά, και να τα μοιράζει. Εδώ ο κάθε ένας δούλευε ελεύθερα για το δικό του γιαραμπή κάνοντας χρήση της δημοκρατίας όπως ο καθένας ξεχωριστά την καταλάβαινε. Εκείνο όμως το πνεύμα, εκείνο το σώμα, εκείνου του ο αλύγιστου ανθρώπου, αιχμάλωτος στις φυλακές, άντεχε στα βασανιστήρια του ανθρωπόμορφου, που τον βασάνιζε για να καταπραΰνει τις προσωπικές του ανωμαλίες. Εύρισκε δύναμη μέσα στη δύναμη εκείνων των «ελεύθερων» που δεν τον είχαν ξεχάσει στη φυλακή και αγωνίζονταν για τη σωτηρία του. Ο Αντώνης ήταν σίγουρος, ότι ο αγώνας που έκανε είχε σχέση με την προσωπικότητα του και τη πνευματική του διαύγεια όσον αφορούσε τις σύγχρονες κοινωνικές και ανθρώπινες αναζητήσεις. Στο σημείο αυτό μέσα στη χαοτική κίνηση της κοινωνικής σύγκρουσης, που μετριόταν με χρόνο, γινόταν η εξελικτική διαλογή των θετικών κοινωνικών αξιών. Μέσα στο χρόνο αυτό δεν έπρεπε να παραμείνει αδιάφορος και μακρινός θεατής. Επιβαλλόταν ν ΄αντισταθεί στην οπισθοδρόμηση. Να εμποδίσει, όσο το μπορούσε, σαν υγιεινό κύτταρο της κοινωνίας το σκοταδισμό. Να διαθέσει το ελάχιστο αναλώσιμο χρόνο της ζωής του ποιοτικά. Ο Αντώνης δεν σκεπτόταν πλέον να γυρίσει στην Ακαδημία και να πάρει το πτυχίο του. Αυτό το είχε βγάλει απ΄ το μυαλό του. Ό χρόνος ήταν λίγος, πολύ λίγος, να εργάζεται να σπουδάζει και να αγωνίζεται. Έκανε αποφασιστικό συνειδητό αγώνα από την τελευταία κοινωνική βίγλα, για να αποδυναμωθεί η βαρβαρότητα στην αναμέτρηση. Ήταν σίγουρος, ότι όμοιοι του ήσαν λίγοι, αρκούσαν όμως με την πνευματική και σωματική τους δραστηριότητα να αντισταθούν και να υπερισχύσουν σαν θετικά στοιχεία της κοινωνίας. Αυτοί δεν ήσαν πολιτικοί, πιόνια, ελεγχόμενα τηλεκατευθυνόμενα άτομα. Ο σκεπτικισμός έφερνε την ελπίδα και η ελπίδα το σκεπτικισμό. Τα δραματικά γεγονότα δυνάμωναν τη θέληση και την αποφασιστικότητα του κι ας ήταν τα πρωινά γκρίζα και ομιχλώδη. Όλοι οι επιστρατευμένοι εθελοντές εργάζονταν σκληρά, για το υπαρξιακό τους πρόβλημα και μετά το μεροκάματο έτρεχαν από πόρτα σε πόρτα, να προσφέρουν το ένα, κάτι, για την αντίσταση. Στο πλευρό λοιπόν αυτών που έκαναν πρακτική τη γνώση και τη θεωρία. Βασισμένοι στην καθημερινή τους εμπειρία με αισιοδοξία και βεβαιότητα, ότι μια μέρα θα νικήσουν, ο Αντώνης, πρόσθετε τη δράση του στη πρώτη γραμμή. Μέσα σ΄ αυτή τη κρίσιμη περίοδο της ζωής του, είχε πάρει ένα γράμμα από την Καθλήν. Κι αυτό ήταν διαφορετικό από τ΄ άλλα που έπαιρνε, μέχρι εκείνη τη μέρα! Σε «περιμένω»την έγραφε εκείνος πάντα. Και η μεγάλη μέρα της ζωής του πλησίαζε! Το γράμμα αυτό το διάβασε και το ξαναδιάβασε, ώσπου άρχισε να τρέχει στο διάδρομο της κατοικίας που συγκατοικούσαν μόνο «Λαμπράκηδες» κ΄ όποιον συναντούσε φώναζε από χαρά «έρχεται! έρχεται! Άρχισε μια γλυκιά, γεμάτη αγωνία αναμονή. Αν και δεν ήταν τύπος που άρπαζε την επιτυχία μέσα από τις στάχτες της αποτυχίας, τώρα του γελούσε η ζωή. Θα λιώνανε οι πάγοι μέσα στο χειμώνα και για τη μύγα της Βαϊκάλης θ ΄ερχόταν η άνοιξη. Η καστανόξανθη αυτή γυναίκα με τα μεγάλα στρογγυλά μάτια είχε γίνει η μούσα της ζωής του. Η καρδιά του Αντώνη είχε ραγίσει πολλές φορές, δεν την εμπόδιζε όμως ποτέ να ερωτεύεται. Έτσι είχε μπει ελεύθερα και στον κόσμο της Καθλήν. Αυτή τη φορά όμως οι περιστάσεις ήταν πολύ διαφορετικές από τις άλλες. Τα νερά της Καθλήν δεν ήταν βαθιά και άγρια. Δεν προκαλούσαν έκσταση ούτε δέος. Ήταν ήρεμα και είχαν σταθερή θερμοκρασία. Δεν τον έβαζαν σε σκεπτικισμό και πολύ περισσότερο, δεν ήταν από πλούσια οικογένεια. Την είχε γνωρίσει πριν δύο χρόνια στην Αθήνα κι από τότε δεν μπορούσε να τη βγάλει από το μυαλό του. Δεν είχε περάσει μια βδομάδα από τότε που είχε πάρει το γράμμα και η Καθλήν είχε φτάσει στο Ντύσσελντορφ με το τουριστικό της σάκο στην πλάτη και μια τσάντα στο χέρι. Ερχόταν από τη Βηρυτό. Το λευκό, απαλό της δέρμα είχε σκουραίνει από τον αφροασιατικό ήλιο κι ήταν σαν φρεσκοφουρνισμένο μελομακάρονο. Σαν κουρασμένα χελιδόνια στον ωκεανό που βρίσκουν ακουμπιστήρι στ΄ άλμπουρο κάποιου καραβιού, κούρνιασαν οι δυο τους στο δωματιάκι που ήταν τυπογραφείο, ξενοδοχείο, κέντρο πολιτικών συναντήσεων και κατοικία. Η Καθλήν αντιμετώπιζε το κακό και την κοινωνική αδικία με τη δική της ηθική. Είχε σπουδάσει αγγλική φιλολογία με περίσσιο πουριτανισμό ανάμεικτη μ΄ εκείνη του λαϊκού αστικού κοινωνισμού του Σόχο του Λονδίνου. Αν και τον ένιωθε δεν καταλάβαινε ακόμη τον ασυμβίβαστο ποιόν του χαρακτήρα του Αντώνη. Ένας χαρακτήρας που γενεαλογικά ήταν γαλουχημένος κάτω από έναν γαλανό ουρανό με λαμπερό ήλιο τη μέρα και πολλά φωτεινά αστέρια τις ξάστερες νύχτες. Τα μάτια και το πνεύμα του πλανιόταν μαζί με τους αμέτρητους μετεωρίτες που διέσχιζαν τα σκοτάδια κι άφηναν φωτεινές γραμμές πίσω τους, πριν σβήσουν στο χάος ερεθίζοντας τη φαντασία του. Το μεγαλύτερο βάρος της Αντίστασης κατά της χούντας το είχαν επωμιστεί οι μετανάστες Έλληνες, ιδιαίτερα εκείνοι που βρίσκονταν στο χώρο της Δυτικής Ευρώπης με κέντρο την Δυτική Γερμανία. Στο διάστημα αυτό ζουν και εργάζονται στη Δ. Γερμανία γύρω στις τετρακόσιες χιλιάδες ΄Έλληνες της πρώτης γενιάς. Τα 90% είναι της ηλικίας 25 μέχρι 35 χρόνων και αποτελούν την ελίτ του μεταναστευτικού χώρου. Οι αυθόρμητη, γνήσια αντιδικτατορική πάλη με το λαϊκό ενωτικό πνεύμα, αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά. Η ποιότητα αυτής της αντίστασης κινεί το ενδιαφέρον τόσο της CIA, όσο και της KGB. Οι μυστικές αυτές οργανώσεις των δύο μεγαλύτερων υπερδυνάμεων του πλανήτη αρχίζουν να την περιζώνουν, όπως ο Βόας το θύμα του. Ξεκινάνε την πολυποίκιλη συντονισμένη, αποδιοργανωτική εκστρατεία τους κατά των αντιδικτατορικών οργανώσεων με κοινή συνισταμένη, έτσι ούτως ώστε, να αποτραπεί κάθε δυνατότητα που θα οδηγούσε σε μια ένοπλη σύγκρουση με τη χούντα στην Ελλάδα. Η συνταύτιση αυτή των απόψεων ΗΠΑ και ΕΣΣΔ κατά της ελληνικής αντιδικτατορικής αντίστασης, είχε την ιδιαιτερότητα της πολιτικής του μορφολογίας. Αυτή ήταν απόρροια των διεθνών τους συμφερόντων της κάθε μιας ξεχωριστά στα πλαίσια των συγκυριακών επιδιώξεων τους με στόχο τη παγκόσμια επικράτηση τους. Ο αντιαμερικανισμός της ελληνικής αντίστασης, ιδιαίτερα το 1968, μετά τη δικτατορία, συνδυαζόταν και συνταυτιζόταν με τα αιτήματα των ευρωπαίων φοιτητών που πλημμύριζαν τους δρόμους των μεγαλουπόλεων. Πρώτο, για να σταματήσει ο πόλεμος στο Βιετνάμ. Δεύτερο εξέφραζαν ταυτόχρονα την πολιτική τους αντίθεση κατά του πολιτικού συστήματος της ΕΣΣΔ που βασιζόταν κυριολεκτικά στη δικτατορία του προλεταριάτου και βρισκόταν η εξουσία στα χέρια μιας ανεξέλεγκτης νομενκλατούρας. Οποιαδήποτε δυναμική αναμέτρηση των δημοκρατικών δυνάμεων κατά της χούντας γινόταν επικίνδυνη θρυαλλίδα στο χώρο της επαναστατημένης ευρωπαϊκής νεολαίας με επίσης ανεξέλεγκτες διεθνείς πολιτικές διαστάσεις. Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τα Ρίχτερ της σεισμικότητας των πολιτικών καταστροφών εις βάρος των δύο μεγάλων δυνάμεων. Με το νέο δημοκρατικό, ουμανιστικό σοσιαλιστικό κίνημα στο χώρο της Δ. Ευρώπης, υπήρχε κίνδυνος ξεσηκωμού λαϊκών μαζών, ιδιαίτερα στις ανατολικές χώρες, που θα κλόνιζαν τόσο τις βάσεις του δυτικού καπιταλισμού, όσο και αυτές της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ο κίνδυνος αυτός ήταν υπαρκτός και υπογραμμίζεται με το ξεσηκωμό των φοιτητών στο Παρίσι και την επέμβαση του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Πράγα! Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, κατάσκοποι, χαφιέδες, καιροσκόποι, πολιτικοί «ηγέτες», σταλμένοι από Ανατολή και Δύση εκτελούσαν πολυποίκιλες μυστικές και φανερές αποστολές ελεγχόμενες από CIA και KGB όχι μόνο στο χώρο των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων αλλά και μέσα στο ενεργό Δυτικοευρωπαϊκό φοιτητικό κίνημα. Η Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη, ήταν η καλύτερη οργανωμένη πολιτική οργάνωση των Ελλήνων μεταναστών δίπλα στην άλλο τόσο καλά οργανωμένη ΕΔΑ. Η Νεολαία και το κόμμα μαζί αριθμούσαν 7000 χιλιάδες ενεργά μέλη στο χώρο της Δ Γερμανίας. Αοτελούνταν από την ελίτ των φοιτητών και τους εργάτες, με καθοδηγητικό περιοδικό την "Αντίσταση" που έβγαινε υπό την αιγίδα του Πέτρου Κουναλάκη. Τόσο οι κομματικές οργανώσεις, όσο και η ΔΝΛ, χάρη στην οικονομική ευχέρεια των μελών τους, έλυναν μόνοι τους τα οικονομικά τους προβλήματα. Έτσι μπορούσαν να διατηρούν και τη δική τους ανεξάρτητη πολιτική γνώμη. Η ακτινοβολία αυτών των οργανώσεων ξεπερνούσε τον κύκλο των μελών τους. Ενώ στην ενδοχώρα είχε ανακοπεί ο παλμός του 1.1.4. κι ότι είχε σχέση με πολιτική κίνηση είχε διαλυθεί. Στη Δ. Γερμανία δεν υπήρχαν πόλεις, όπου ζούσαν νεολαίοι, χωρίς οργάνωση που δεν έκανε απελευθερωτικό αγώνα. Αυτές δρούσαν με ταχύτητα, με δική τους πρωτοβουλία και αποφασιστικότητα χωρίς να περιμένουν κομματικές εντολές. Φερειπείν ήταν δέκα ή ώρα το πρωί, όταν άκουσε ο Αντώνης από το μικρό του τρανζίστορ, που δεν το αποχωριζόταν ποτέ, ότι συνελήφθηκε ο Μίκης Θεοδωράκης, που βρισκόταν κρυμμένος και έκανε αντίσταση κατά της χούντας. Την ίδια ώρα πήγε στον επιστάτη του και δήλωσε αμέσως άρρωστος. Εκείνος που ήξερε τον Αντώνη σαν ποίημα από μέσα κι απ΄ έξω και που είχε ακούσει την είδηση τον κοίταξε εμπιστευτικά και χαμογελώντας του είπε. «Το άκουσα κι εγώ. Πιάσανε τον Θεοδωράκη. Να φύγεις». Πήγε στο σπίτι κι άρχισε να τηλεφωνάει γνωστούς δημοσιογράφους και Λαμπράκηδες αυτούς που είχαν τηλέφωνα. Μετά άρχισε να γράφει πρόχειρα πλακάτ με αντιδικτατορικά συνθήματα. Τηλεφώνησε στην αστυνομία και ζήτησε έκτατη άδεια η οποία του χορηγήθηκε. Το ίδιο απόγευμα στις έξη η ώρα οι Λαμπράκηδες διαδήλωναν στους κεντρικούς δρόμους του Ντύσσελντορφ με συμμετοχή δεκαεπτά δημοσιογράφων και κάλυψαν τις πρώτες σελίδες των εφημερίδων της επόμενης μέρας. Στο διάστημα αυτό, ο Αντώνης, ήταν γραμματέας των Λαμπράκηδων στο Ντύσσελντορφ, της δυναμικότερης οργάνωσης στη Δ. Γερμανία. Κάλεσε, τη Μελίνα Μερκούρη, από την Νέα Υόρκη, να επισκεφτεί το Ντύσσελντορφ. Η Μελίνα απάντησε μ΄ ένα φλογερό γράμμα. «Αγάπες μου έρχομαι.». Το γράμμα της μπήκε πρωτοσέλιδο όλων των τοπικών εφημερίδων. Η Μελίνα οργάνωσε μια αγωνιστική περιοδεία σ΄ όλη την Δ. Ευρώπη με εκδηλώσεις και διαμαρτυρίες με δικά της χρήματα. Στο αεροδρόμιο του Ντύσσελντορφ την υποδέχτηκαν πολλές προσωπικότητες της Γερμανικής κοινωνίας μεταξύ των οποίων και ο υπουργός Δικαιοσύνης Neuberger.O Αντώνης στριμωγμένος μέσα στις μηχανές με θερμοκρασία 45 βαθμούς Κελσίου δεν είχε χρόνο να κάνει το καθημερινό του ντους μέσα στο εργοστάσιο μετά την δουλειά. Ίσα που πρόλαβε το τελευταίο τραμ για να βρεθεί στην υποδοχή της Μελίνας. Όταν έφτασε εκεί, σ΄ ένα από του χώρους του αεροδρομίου βρήκε κυκλωμένη τη Μελίνα από τους δημοσιογράφους. Οι Λαμπράκηδες την υποδέχτηκαν με πανό και αντιδικτατορικά συνθήματα. Εκείνη έπεσε πάνω τους άρχισε να τους αγκαλιάζει και να τους φιλάει έναν, έναν. Ο Αντώνης που δεν μπορούσε να αποφύγει τη χειραψία δεν ήθελε να την αφήσει να τον αγκαλιάσει. Εκείνη όμως το κατάλαβε και τον τράβηξε κοντά της λέγοντας. «Μ΄ αρέσει η οσμή του εργατικού ιδρώτα» και τον φίλησε. Αυτή η αντιστασιακή σταυροφορία, με απερίγραπτο φλογερό πατριωτισμό σ΄ όλες τις μεγαλουπόλεις της Δ. Ευρώπης θα μείνει ανεπανάληπτη στο είδος της στην Ιστορία. του τόπου. Όπου πατούσε, κυριαρχούσε η πατριωτική έκσταση. Τα λάβαρα, τα συνθήματα, ο χορός, το τραγούδι, το κρυφοφωλισμένο στα ενδόμυχα παράπονο του κάθε μετανάστη, γινόταν επαναστατικός παλμός και κραυγή. Ξέσπαγε σε χαμόγελο και γινόταν δημόσιος θρήνος. Ο απηνής διωγμός του ελεύθερου λόγου, η τρομοκρατία, το στρατιωτικό κράτος, τα επιδεινούμενα άλυτα κοινωνικά προβλήματα είχαν τέτοια απήχηση, πλάταιναν την αντιδικτατορική πάλη. Διαμόρφωναν κοινωνικό, επαναστατικό κίνημα μέσα σε πανηγυρική και ταυτόχρονα πολεμική έξαρση. Η λέξη λαός είχε αποκτήσει περιεχόμενο και ζητούσε ένα αρχηγό! Ένα καθοδηγητή! ΄Ήταν έτοιμος να δώσει και να κάνει θυσίες. Ήταν η στιγμή που είχε σταματήσει η διοχετευμένη νοημοσύνη. Το άτομο εύρισκε τον εαυτό του μέσα στο σύνολο και αναλάμβανε πρωτοβουλίες. Πίεζε τις κοινωνικές του όχθες. Ήθελε να πλημμυρίσει, να εκδικηθεί τον εισβολέα στη ζωή του. Οι διαδηλώσεις είχαν απλωθεί στις ΗΠΑ, στον Καναδά, την Αυστραλία. Το Λονδίνο, το Παρίσι αλλά και σ΄ αυτή τη Μόσχα. Οι αντιστασιακές οργανώσεις ανάμεσα στους μετανάστες πολλαπλασιάζονταν. Αυτές είχαν κερδίσει την εμπιστοσύνη των εργαζομένων. Συγκέντρωναν χρήματα από εράνους, εκδηλώσεις, ελεύθερες προσφορές αντιδικτατορικών ακόμη και Γερμανών. Μπορούσαν να αυτοσυντηρούνται και να μην υποκύπτουν σε χρηματοδότες με δικές τους εντολές. Μέσα στις κρίσιμες αυτές στιγμές την εύρυθμη αυτή λειτουργία των οργανώσεων ήρθαν να διαταράξουν η CIA από την Ουάσιγκτον και η KGB του Κρεμλίνου. Η μεν CIA έβγαλε από την Ελλάδα τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον οποίο είχαν «συλλάβει» οι Συνταγματάρχες. Ταυτόχρονα φυγάδευσαν και τον Θεοδωράκη στη Γαλλία για να συγκαλύψουν την οργανωμένη αυτή έξοδο του Α. Παπανδρέου, αλλά και να επέλθει φυσιολογική διάσπαση στο αντιδικτατορικό μέτωπο. Να μην πάνε και οι αριστεροί κατ΄ ανάγκη με τον Α. Παπανδρέου και δυσκολέψουν αργότερα το ανατεθειμένο εις αυτόν πολιτικό έργο. Ήταν ευκολονόητο, οι δύο πολιτικοί δεν θα συμβιβάζονταν ποτέ, αφού ο πρώτος ήταν σταλμένος από της CIA κι ο άλλος πασίγνωστος μουσικοσυνθέτης και φλογερός πατριώτης. Καμία σημασία δεν έχει, αν γνώριζε ο ίδιος ο Α. Παπανδρέου ή ήταν θύμα αλλεπάλληλων διαμεσολαβητών της κλίκας που είχε στα χέρια της την πορεία της παγκόσμιας πολιτικής. Το Κρεμλίνο έστειλε άμισθους Έλληνες κομμουνιστές μέλη του ΚΚΕ που ζούσαν πρόσφυγες στις Ανατολικές Χώρες, που είχαν δώσει και έδιναν τη ζωή τους για την ιδεολογία τους, ενώ οι ίδιοι είχαν εντελώς άγνοια από τα πραγματικά πολιτικά τεκταινόμενα πίσω από τις πλάτες τους. Αυτοί είχαν πάρει εντολή από τη Μόσχα να διαλύσουν εκ των έσω τις οργανώσεις της ΕΔΑ και της ΔΝΛ που είχαν τρόπον τινά δική τους πολιτική γνώμη και ήταν καθαρά επαναστατικοί. Ενώ εκείνοι που τους αποκαλούσαν ρεβιζιονιστές, ιδρύοντας δικές τους οργανώσεις παράνομα μέσα στις οργανώσεις διέλυαν στην ουσία το αντιδικτατορικό μέτωπο. Ετσι οργάνωσαν ύπουλα την ΚΝΕ-Κομμουνιστική Νεολαία Ελλάδας- μέσα στη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη- και το ΚΚΕ σαν κομματική οργάνωση μέσα στην ΕΔΑ. Πλησίαζαν τα μέλη των οργανώσεων σαν συνωμοτικά σταλμένα στελέχη κι αφού τους έπειθαν κι αποκτούσαν την εμπιστοσύνη τους , διόριζαν νέους γραμματείς στη ΚΝΕ ή στο ΚΚΕ σαν «επίλεκτα» πλέον μέλη, παραβιάζοντας το καταστατικό της οργάνωσης. Όρκιζαν τα προσηλυτισμένα τους μέλη να μην αποκαλύψουν την ύπαρξη οργανώσεων της δήθεν «συνωμοτικής» κίνησής τους ούτε στο γραμματέα της ΔΝΛ ή της ΕΔΑ για να προστατεύσουν την ένοπλη αντίσταση. Ηταν μια φράση που όλοι ήθελαν να την ακούν και καθησύχαζε τα ερεθισμένα πνεύματα. Ο Αντώνης είχε γύρισε από τη δουλειά. Ανέβηκε βιαστικά τις σκάλες με πολλές σκέψεις, προσπαθώντας να διατηρεί ακμαίο το πνεύμα και το σώμα του για δράση. Βρήκε την Καθλήν στην είσοδο και την αγκάλιασε. Δεν είχαν κλείσει ακόμη την πόρτα πίσω τους, όταν μπήκε ένας Λαμπράκης στο δωμάτιο τους. Έκανε νόημα και αφού βγήκανε στο διάδρομο. Έσκυψε στ΄ αυτί του Αντώνη από φόβο να μην τους ακούσει κανένας. «Να βγούμε έξω.» Του ψιθύρισε. Ήταν πολύ ανήσυχος και κοίταζε συνεχώς δεξιά κι αριστερά μη βγει κανένας άλλος και τον δει. Ό Αντώνης χωρίς να επιμένει μαζί με την Καθλήν πήγαν στην γειτονική μπυραρία και παρήγγειλαν από ένα πιοτό. Ο Λαμπράκης ξανακοίταξε με προφύλαξη γύρο του κι έσκυψε πάλι στ΄ αυτί του Αντώνη λέγοντάς του ψιθυριστά: -Οι φασίστες έχουν διαβρώσει τις οργανώσεις μας. Εδώ και βδομάδες παριστάνουν τους κομμουνιστές και κάνουμε μυστικές συγκεντρώσεις. Σ΄ αυτές παρουσιάζονται άνθρωποι, οι οποίοι λένε ότι οργανώνουν το ΚΚΕ. Μας έχουν δώσει αυστηρή εντολή, να μη μιλήσουμε σε κανέναν. Τηρείται αυστηρή συνωμοτική μυστικότητα. Επειδή είσαι ο Γραμματέας μας, αποφάσισα να σου το κάνω γνωστό. Εμένα με μίλησε ο Κώστας ο ταμίας της ΕΔΑ και πήγα μαζί τους. Μας μιλάει συνεχώς ένας από την Ανατολική Γερμανία είναι και ο Δημήτρης μαζί μας. Ο Δημήτρης ήταν ο καλύτερος σύντροφος του Αντώνη. Ο Αντώνης έμεινε αναπολόγητος. Ποίοι ήσαν αυτοί λοιπόν που είχαν τέτοιο πρωτοφανές, παράδοξο θράσος; Τέτοιες εσωκομματικές διεργασίες, δεν του ήταν γνωστές. Οι ίντριγκες αυτές μόνο συντρόφους δεν θύμιζαν Ήταν φως φανάρι, ότι ήσαν αντιδραστικοί. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, ήταν μια κακόβουλη προσπάθεια, εφόσον, όσα γίνονταν, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ανίδεου Λαμπράκη, λάβαιναν χώρα χωρίς να έχουν οποιαδήποτε επίσημη πληροφορία τα εκλεγμένα αρμόδια πρόσωπα των οργανώσεων, όσο της ΔΝΛ, τόσο και της ΕΔΑ! Μετά τη μικρή συζήτηση και την αναπάντεχη αποκάλυψη για το παράξενο ρόλο αυτών των μυστήριων οργανώσεων, γύρισαν στην κατοικία τους. Ο Αντώνης δεν μπορούσε να ησυχάσει. Ήθελε να διαβιβάσει την πληροφορία αυτή στον Γραμματέα της ΕΔΑ το Νίκο, αφού από την δική του πλευρά δεν μπορούσε να δώσει καμία εξήγηση. Ξεκίνησαν μαζί με την Καθλήν και περπάτησαν μεσάνυχτα πέντε χιλιόμετρα να φτάσουνε στο Νίκο. Ο Νίκος ήταν παλιός αγωνιστής του εμφυλίου, είχε καταδικαστεί δυο φορές σε θάνατο από τα στρατοδικεία και είχε πείρα στο χώρο του ΚΚΕ. Εκείνος συνηθισμένος σε τέτοια εγερτήρια ξύπνησε με το εγερτήριο του κουδουνιού της πόρτας. Άναψε το φως στο διαμέρισμα του που ζούσε με τη γυναίκα και το γιο του. Ο Αντώνης χωρίς να χάσει καιρό, του εξήγησε αυτά που του είχε εκμυστηρευθεί ο Λαμπράκης. Ο Νίκος σηκώθηκε από τη θέση του. Πήρε ένα τσιγάρο από τη τσέπη του κρεμασμένου σακακιού. Το άναψε και δεν βιαζόταν να απαντήσει. Κινήθηκε προς το παράθυρο. Κοίταξε προς τα έξω τα πλατάνια, που δεν ήταν μακριά από τα παράθυρα κι άφησε τον καπνό να ξαναβγεί που το είχε τραβήξει βαθιά ως τα σωθικά του. Μετά από μερικά λεπτά της ώρας άρχισε να μιλάει.: «Εγώ προσωπικά, δεν γνωρίζω τίποτα για τις κινήσεις αυτές. Αν όμως συμβαίνουν, όπως μου τα λες, τότε έχουμε διάσπαση την οποία και περίμενα. Οργανωμένη διάσπαση. Θα μας διαλύσουν!» Ο Νίκος γνώριζε πολλά για τις ιδεολογικές διαφορές μέσα στο ΚΚΕ, αλλά ποτέ δεν είχε αναφερθεί σ΄ αυτές μέσα στη ΔΝΛ. Προσπάθησε με πολύ προσοχή κάτι να εξηγήσει του Αντώνη, αλλά απ΄ όσα του έλεγε, ο Νίκος, εκείνος δεν γρίκαγε και πολλά. Κάτι ανάφερε ξυστά για τη Συμφωνία της Γιάλτας χωρίς πολλές εξηγήσεις. Κανένας αριστερός δεν παραδεχόταν, ότι υπήρξε η συμφωνία της Γιάλτας. ΄Όσοι άνοιγαν τέτοιο θέμα, χαρακτηρίζονταν αμέσως αντικομουνιστές και τους ονόμαζαν νεροκουβαλητές στο μύλο του καπιταλισμού. Δεν άργησε όμως να αποκαλυφτεί το απαίσιο αυτό πολιτικό φιάσκο της εσωτερικής οργανωμένης κρίσης. Και τότε ξέσπασαν οι ανοιχτές κόντρες. Η αθυροστομία της μεθοδικά οργανωμένης λασπολογίας στην τελευταία ποιοτική της βαθμίδα έκανε τους νέους της ΔΝΛ και τα μέλη της ΕΔΑ να σιχαίνονται του ίδιους τους εαυτούς μέσα στην οργάνωση. Δεν χρειαζότανε πλέον καμία απόδειξη, ότι όλη αυτή η διαλυτική επιχείρηση είχε προετοιμαστεί κάπου στα αόρατα κέντρα της KGB. Έτσι δίχαζε την οργανωμένη από τη βάση ανεξάρτητη αριστερά που ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της αντιστασιακής ενότητας. Απότομο είχε πέσει το σκοτάδι. Έκλειψη Ηλίου τους είχε βρει, μέρα μεσημέρι. Ακολούθησαν οι ξυλοδαρμοί, οι διαγραφές εφαρμόζονταν σύμφωνα με το πρόγραμμα του Κρεμλίνου. Οι οργανώσεις κομματιάστηκαν βίαια. Έμειναν σβησμένες εστίες, σκόρπιες στην μια ή στην άλλη πόλη με διάφορα ονόματα, ΚΚΕ (εσωτερικού) KKE (εξωτερικού ), ταυτόχρονα δημιουργήθηκαν και δύο κόμματα της ΕΔΑ και δύο οργανώσεις της ΔΝΛ που δρούσαν αντίστοιχα δίπλα στα δύο κομμουνιστικά κόμματα και η μία έδερνε την άλλη. Το μεγάλο κακό όμως επικράτησε στο εσωτερικό της χώρας, αφού εκεί δρούσαν οι οργανώσεις στη παρανομία και η αντιδικτατορική τους δράση εξαρτιόταν από την οικονομική βοήθεια των αντιδικτατορικών οργανώσεων από το εξωτερικό. Μετά τη διάσπαση είχαν οικονομικά προβλήματα. Ιδιαίτερα εκείνες οι οργανώσεις που ήσαν με το ΚΚΕ (εσωτερικού) και ήταν πλαισιωμένες στο ΠΑΜ, καθότι αυτές που συμφώνησαν με το ΚΚΕ (εξωτερικού) συνέχισαν να παίρνουν οικονομική βοήθεια από τη Μόσχα διαμέσου του ΚΚΕ (εξωτερικού). Μετά από λίγους μήνες της διάσπασης ακολούθησε μια ασυνήθιστη επιτυχία της χούντας συλλαμβάνοντας πρωτοκλασάτα μέλη του ΚΚΕ Εξωτερικού και διέλυσαν το παράνομο τους δίκτυο. Ηταν εντολή από τη Μόσχα. Η Δ.Ν.Λ στο Ντύσσελντορφ, χωρίς επιφυλάξεις σύσσωμη καταδίκασε δημόσια. τους πρωτεργάτες της διάσπασης. Ο Αντώνης, προκειμένου να εξισορροπήσει την κοινωνική του ηθική βάση, είχε μάθει να κάνει απολογισμούς κερδών και ζημιών στην καθημερινή του ζωή με ανοχή. Στην περίπτωση όμως της απρόσμενης ιδεολογικής διάσπασης μέσα στο κόμμα, που το είχε συνταυτίσει με το ίδιο το νόημα της ζωής του. Βρέθηκε σε πλήρη σύγχυση και αδυναμία ισορροπημένης αντίδρασης. Στο εργοστάσιο όπου τον είχαν ανυπολόγιστο καταναλωτικό ον, ένα τεμάχιο των παραγωγικών εργαλειομηχανών! Εκεί όπου τον εκμεταλλεύονταν υπερφίαλοι σιχαμένοι ανθρωπίσκοι με κενό εγωκεντρισμό. . . Η συντροφική επαφή και η κοινωνική εμπιστοσύνη άγγιζε όλα τα κύτταρα του σώματος του και ενθάρρυνε τη προσωπική του ζωή. Εκεί που ήταν σίγουρος, ότι είχε ανακαλύψει το νόημα της ζωής και είχε σταθεροποιήσει μέσα σ΄ αυτή το βήμα του. Ξαφνικά είχε αρχίσει να τρικλοποδίζει. Το ιδεολογικό πάθος και οι ποιότητες της σοσιαλιστικής ανθρωπινής ιδιοφυΐας είχαν κατασταλάξει στο στάβλο του Όργουελ. Είχε δεχτεί τόσους βαθμούς ψυχολογικών Ρίχτερ, έτσι που να πάθει σωματικό κλονισμό και να χάσει την ισορροπία του κοινωνικού του ορθολογισμού. Οι επιθέσεις από τους πιστούς λίγο πριν συντρόφους με τις φράσεις: «είσαι παλιοφασίστας», «αντισοβιετικός», «αντικομουνιστής»,«ρεβιζιονιστής» «διασπαστής,» «καιροσκόπος», «προδότης.».Τον είχαν αποσυνθέσει σαν μέλος της κοινωνίας και τον είχαν καταντήσει ρετάλι. Μέσα στη σκέψη του είχαν μπερδευτεί όλα τα ίχνη των νοημάτων που θεωρούνταν συνέπεια και συντελεστές στα μεγαλειώδη σοσιαλιστικά προγράμματα. Και όλα αυτά, επειδή είχε αντισταθεί εναντίον εκείνων που είχαν έρθει δόλια να τους διαλύσουν. Ήταν ο πρώτος «Λαμπράκης» που κατήγγειλε δημόσια αυτούς τους ξεδιάντροπους Έλληνες κομουνιστές. Τους εθελοντές της KGB, που νόμιζαν ότι έκαναν επαναστατική πράξη και που στη ουσία διαλύοντας έντεχνα τις οργανώσεις βάσεις των αντιστασιακών ελλήνων της Δ. Ευρώπης. Σταθεροποιούσαν την εξωτερική πολιτική ισορροπία μεταξύ των εξουσιαστών του καπιταλιστικού κόσμου και της σοβιετικής νομενκλατούρας. Έτσι είχε προγραμματιστεί η διάσπαση του κομουνιστικού κόμματος μ΄ αυτούς που δεν είχαν ούτε γραμμάριο δικό τους αναπτυγμένο μυαλό. Αλλά ζούσαν και δρούσαν με το «.συλλογικό κι αθάνατο μυαλό του κόμματος.». Το οποίο κόμμα είχε μέσα τους αντικαταστήσει το «θεό» με το «πίστευε και μη ερεύνα». Είχε απονεκρώσει κάθε ίχνος διαλεκτικής σκέψης. Τους είχε κάνει αδύναμους, ούτως ώστε να μην μπορούν να αντιμετωπίσουν τη ζωή με τις δικές τους πνευματικές και οικονομικές δυνάμεις, αλλά είχαν καταντήσει αδύναμα υποχείρια κάποιου ανώνυμου αόρατου εντολοδόχου. Εδώ γινόταν ακόμη μια τομή στη ζωή του Αντώνη, ίσως η μεγαλύτερη! Μετά από σειρά γνώσεων και εμπειριών, με το χτύπημα της διάσπασης, αναδυόταν μέσα του μια νέα κατανόηση πρωτότυπης πλεύσης στο χώρο της κοινωνίας. Αυτή υπερέβαινε, τον ευαίσθητο, αυστηρό σεβασμό στις πηγές και τις δοσμένες θέσεις του μέχρι εκείνη τη μέρα σοσιαλισμού. Χωρίς να απομακρύνεται από τα τυπικά βασικά συλλογικά αιτήματα της οργανωμένης ταξικής πάλης. Χωρίς να αμφισβητεί τη μακρά δοκιμασμένη πολιτική νίκη των Μπολσεβίκων, υπερκερνούσε τώρα τις επιστημονικά θεμελιωμένες θεωρίες του υλισμού του Καρλ Μαρξ και του Β. Ι. Λένιν, όπως ήταν ατράνταχτα διατυπωμένες μέσα στα τόσο αγαπητά του χοντρά βιβλία. Αυτές οι θέσεις είχαν μετακινηθεί, όπως ένας κομήτης ξεφεύγει από τη τροχιά του και βρίσκονταν σ΄ ένα χάος, που δεν είχε ούτε αρχή ούτε τέλος, αλλά ούτε και μέλλον. Ίσως αυτή ήταν η πραγματικότητα! Το χάος! Μέσα στο οποίο δεν υπήρχαν δάσκαλοι, ούτε μαθητές. Όλοι ήσαν βασιλιάδες, άρχοντες, μεγιστάνες και ταυτόχρονα όλοι ήταν δούλοι ο ένας στον άλλον και απλοί εργάτες. Μέσα σ΄ αυτό τον φανταστικό του κόσμο, ένοιωθε αναλφάβητος, κι αγράμματος. Είχε το αίσθημα, ότι έπασχε από μια ιδιόμορφη ξαφνική αμνησία και ψαχνόταν να σιγουρευτεί αν όλα αυτά που συνέβαιναν γύρο του ήσαν αληθινά ή είχε ψευδαισθήσεις. Στην πορεία όμως μέσα στη σκληρή πραγματικότητα έψαχνε να βρει την ηρεμία του. Νικητής θα ήταν, πριν το θάνατό του, εκείνος που θα ξεπέρναγε τα τραντάγματα των κοινωνικών κενών. Ταρακουνήθηκε μεν, αλλά δεν έχασε την πορεία του. Αν ο θεός είχε κάνει την έρημο για να κάνει βόλτες και να εμπνέεται μέσα στην αθόρυβη μοναξιά της. Η KGB και CIA είχαν κάνει την διάσπαση, για να τρανταχτούν τα απονεκρωμένα μυαλά. Να τρανταχτούν φυσικά όσα μπορέσουν να τρανταχτούν. Ο Αντώνης θα προχωρούσε μέσα στο«Χείμαρρο» του Leonardo Da Vinci, όπως προχωράει ο διψασμένος προς την κατεύθυνση της πηγής, έστω και για μια σταγόνα νερού, έστω και για μια νέα μικρή ανακάλυψη. Μέσα στο «ευαίσθητο αυτό χάος» σαν απροσδιόριστο γεωμετρικό σχήμα, ο ίδιος, που κάλυπτε χώρο και είχε σχέση με τον χρόνο και την κίνηση. Με συστηματική παρατήρηση, από το γενικό είχε φτάσει στο μερικό. Τον ενδιέφερε πολύ περισσότερο το άτομο σαν μέλος πλέον της κοινωνίας και όχι οι νόμοι της τελειωμένης ή της εξελισσόμενης κοινωνίας. Το άτομο ήταν η ποιότητα του συνόλου και όχι το σύνολο της κοινωνίας. Η ζωή του ατόμου είναι αυτή που ταράσσεται από σύντομα ξαφνικά δράματα και συγκινήσεις μέσα στη τύρβη της κοινωνίας. Η ζωή του ατόμου είναι αυτή που μετατρέπει μόνιμες καταστάσεις σε περιοδικές και όχι αυτή ή ίδια η κοινωνία. Γι αυτό είναι η ζωή «σκληρή και αχάριστη». Αφού το ίδιο το άτομο εν αγνοία του ενεργεί κατά του εαυτού του. Οι χρονοσειρές με όχι σταθερές ημερομηνίες είχαν τις αντίστοιχες ακολουθίες που έκαναν αισθητές τις αλλαγές μέσα στην κοινωνία. Αυτές οι αλλαγές, σαν αποτελέσματα των συνιστωσών και συχνοτήτων, στην ουσία χωρίς διαμέτρους και κανόνες, στο χώρο του δρώντος, κατά «βούλήση» ατόμου προκαθόριζαν τη προσωπική συμπεριφορά και την ποιότητα της ζωής του. Οι μεν τέλειοι είναι τέλειοι, επειδή βάση της όποιας συγκρότησης τους, αφήνουν θυρίδες να μπαίνουν ξένοι στον εγκέφαλό τους, οι οποίοι γίνονται εξουσιαστές του εγκεφάλου τους, μηδενίζουν τον εγκέφαλο και ξαναγεμίζουν το χώρο αυτό με νέες συνθέσεις. Με λίγα λόγια σβήνουν το παρόν από τη σκληρή πλάκα του εγκέφαλου και γράφουν καινούργια προγράμματα λειτουργίας που δεν συνδέονται με το παρελθόν. Έτσι, αφού τους ξαναδημιουργήσουν, πάλι φυσικά τέλειους, τους καθιστούν μηχανισμούς δικής τους χρήσης. Τους έχουν αλλάξει δηλαδή το θεό με θεό αλλά το δικό τους θεό. Οι μεν ατελείς, η συνέχεια της αέναης κίνησης, ποτέ δεν είναι τελειωμένοι. Δέχονται μεν επισκέψεις στον εγκεφαλικό τους χώρο, αλλά δεν τους επιτρέπουν να σβήσουν την πλάκα όλη. Ετσι που να μπορούν να συνδέουν το παρελθόν με το παρόν και να γεννήσούν το μέλλον. Σ΄ αυτή την κατηγορία ανήκε και ο Αντώνης. Μετά από όλες αυτές τις εσωκομματικές συγκρούσεις και λυσσώδεις μάχες αναζητώντας το καινούργιο; Το 1968 πήρε μέρος στο "Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νέων» που έγινε στη Σόφια. Όσοι νεολαίοι είχαν πάει με το μέρος του νεοϊδρυθέντος ΚΚΕ στο χώρο της Δ. Γερμανίας. Είχαν προσχωρήσει παράλληλα στην νεοϊδρυόμενη ΚΝΕ. Αυτοί πήγαιναν στην Σόφια επίσημα με πληρωμένα έξοδα από την ΕΣΣΔ. Οι «Λαμπράκηδες» που δεν είχαν δεχθεί την εισαγόμενη με τον γνωστό τρόπο πολιτική καθοδήγηση δεν ήσαν επιθυμητοί στη Σόφια. Ο Αντώνης πήρε την εργατική του άδεια. Τύπωσε στον πολύγραφο του δυο χιλιάδες ανακοινώσεις με αντιδικτατορικό περιεχόμενο. Πήρε μαζί του και ελληνικές σημαιούλες, πολλές φωτογραφίες του Μανόλη Γλέζου, που ήταν ακόμη στη φυλακή και του Μίκη Θεοδωράκη που δεν τον είχαν συλλάβει ακόμη. Τα ξημερώματα. κάποιας μέρας, αρχές τ΄ Αυγούστου έφτασε με το τρένο στο σιδηροδρομικό σταθμό της Σόφιας μόνος ανάμεσα στους λιγοστούς πελάτες που είχαν κατέβει στο σταθμό. Μια αδύνατη ψηλή ξανθομάλλα τον πλησίασε και τον ρώτησε στ΄ αγγλικά, που θα μπορούσε να βρει ξενοδοχείο. Ενώ ο Αντώνης δεν είχε προλάβει να απαντήσει στην ερώτηση της κοπέλας. Ένας ταξιτζής που μιλούσε σπασμένα αγγλικά προσφέρθηκε να τους βοηθήσει. Έτσι βρέθηκε με την κοπέλα που ήταν αμερικανίδα τουρίστρια στο ταξί. Ο ταξιτζής τους γυρνούσε ως τις τέσσερις το πρωί από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο. Τελικά βρήκαν ένα ξενοδοχείο ένα διπλό δωμάτιο. Ο Αντώνης μαθημένος να τη βγάζει και στον παγκάκι είπε με ευγένεια στην αμερικανίδα να πάρει αυτή το δωμάτιο. Αυτός θα συνέχιζε να βρει κάποιο άλλο και έκανε να φύγει, αλλά εκείνη τον πρόλαβε. -Άμα είσαι ειρηνικός μπορούμε να μείνουμε μαζί. -Μια ζωή υπήρξα ειρηνικός. Ποτέ δεν αγάπησα τον πόλεμο. Κάνω ασταμάτητα αγώνα για την ειρήνη. Απάντησε εκείνος με χιούμορ. Ένας νεαρός υπάλληλος του ξενοδοχείου ντυμένος με μια βαθυκόκκινοι στολή, τους οδήγησε στο μοναδικό διπλό δωμάτιο που είχαν συμφωνήσει να κοιμηθούν. Μετά τους χαιρέτισε βουλγάρικα κάνοντας μια σοσιαλιστική υπόκλιση και έφυγε. Τα διαβατήρια τους τα κρατησαν στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου. Η κοπέλα έβγαλε από τη βαλίτσα της μια μικρή δερμάτινη σκούρα τσαντούλα. Πήρε διάφορα ρούχα και αφού πήγε στο μπάνιο γύρισε μετά από λίγο, είπε «καληνύχτα» κι έπεσε στο κρεβάτι της να κοιμηθεί. Το ίδιο έκανε και ο Αντώνης πέφτοντας στο άλλο κρεβάτι. Ήταν και οι δυο τους κατακουρασμένοι και δεν πρόλαβαν να πουν κουβέντα. Στο δρόμο όμως είχε μάθει από την τυχαία αυτή κοπέλα, που είχε εμπιστοσύνη να κοιμηθεί στο ίδιο δωμάτιο, ότι ήταν από την Καλιφόρνια. Είχε τελειώσει το Πανεπιστήμιο. Είχε πάρει το πτυχίο της Ιστορίας και της Αμερικανικής Φιλολογίας. Έκανε το πρώτο της ταξίδι στη Ευρώπη, όπως το είχε προγραμματίσει από τα φοιτητικά της χρόνια. Είχε διαλέξει τη Βουλγαρία, επειδή οι πρόγονοι της κατάγονταν από τη βαλκανική αυτή χώρα. Όταν χτύπησε το κουδούνι της πόρτας και μισάνοιξε τα μάτια του ο Αντώνης, το ρολόι έδειχνε κοντά στις έντεκα το πρωί. Είδε το κρεβάτι της κοπέλας. Αυτό ήταν άδειο. Σηκώθηκε και βιάστηκε να πάει ν΄ ανοίξει την πόρτα. Στην είσοδο της πόρτας ήσαν στημένοι δύο άνδρες. Ένας αδύνατος ψηλός με βαλκανική φυσιογνωμία βέρου βούλγαρου, με στολή αστυνομικού, κι ένας κοντόχοντρος τύπος, με βλοσυρό βλέμμα, μέσα στο οποίο ήταν ολοφάνερη η ανυπόμονη ευαισθησία της ευθύνης που είχε αναλάβει να φέρει εις πέρας. Εκείνος με τη πολιτική περιβολή ρώτησε χωρίς περιστροφές τον Αντώνη σε άπταιστα Ελληνικά. Αν αυτός που φαινόταν στην ένθετη φωτογραφία στο διαβατήριο ήταν ο ίδιος. Εκείνος απάντησε θετικά μ΄ ένα «Ναι». Οι απρόσμενοι επισκέπτες προχώρησαν μέσα στο δωμάτιο τους και σαν αμόρφωτοι επιλοχίες σε νεοσύλλεκτους άρχισαν τις ερωτήσεις με επαγγελματικό κυνισμό. -Ποια βαλίτσα είναι δική σου ; -Να αυτή εδώ. -Να την ανοίξεις. Την άνοιξε με μεγάλη προθυμία. Αφού είδε το έντυπο υλικό και τις φωτογραφίες του Μίκη Θεοδωράκη και του Μανόλη Γλέζου. Ξαναρώτησε με αυστηρότερο ύφος. -Τι τα θέλεις αυτά; -Είμαι ΄Έλληνας. Είμαι Λαμπράκης. Είμαι αντιδικτατορικός, απάντησε περήφανα ο Αντώνης νομίζοντας, ότι έτσι τεκμηρίωνε την ομοιότητα της σοσιαλιστικής του ιδεολογίας με εκείνη τον βούλγαρου κομμουνιστή. -Η βαλίτσα κατάσχεται. Βάλε τα ρούχα σου, θα έρθεις μαζί μας. ΄Εκείνη τη στιγμή βγήκε από το μπάνιο μισόγυμνη και η Αμερικανίδα. Ρώτησε στ΄ αγγλικά να μάθει τι συνέβαινε. Της είπαν να ντυθεί και να έρθει κι αυτή μαζί τους. Εκείνη ούρλιαξε. Άφησε το μπουρνούζι που σκέπαζε σαν μεσίστια σημαία το κορμί της κι έτρεξε γυμνή πλέον στο τηλέφωνο. Ο χοντρός βιάστηκε και εκείνος προς στο τηλέφωνο. Πρόλαβε και πάτησε με το δεξί του χέρι πάνω στο ακουστικό και δεν την άφησε να το σηκώσει. -Θέλω να τηλεφωνήσω την Πρεσβεία μου. Φώναξε υστερικά η κοπέλα. Ευθύς εξαρχής ο Αντώνης υποπτεύτηκε την κοπέλα, ότι την είχαν σταμπαρισμένη και την παρακολουθούσαν για κάποια υπόθεση με ναρκωτικά η κατασκοπεία. Μετά όμως από την έντονη αυτή διαμαρτυρία, την κοπέλα την είπαν να ησυχάσει και την άφησαν στο δωμάτιο. Τον Αντώνη του είπαν να τους ακολουθήσει μαζί με τη βαλίτσα του. Μπροστά στο ξενοδοχείο ήταν παρκαρισμένο ένα μαύρο αυτοκίνητο μάρκας "Μόσχοβιτζ". Ο οδηγός που καθόταν στο τιμόνι βγήκε από το αυτοκίνητο και αφού χαιρέτησε στρατιωτικά τον χοντρούλη, άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου με ευγένεια σοσιαλιστικής ταπεινοσύνης. Ο Αντώνης σκέφτηκε, ότι κάτι θα αφορά το άτομο του σχετικά με κάποιες διαδικαστικές λεπτομέρειες. Το αυτοκίνητο άρχισε να κινείται μέσα στη Σόφια σε μέρη που ήταν άγνωστα για τον Αντώνη. Για μια στιγμή το όχημα σταμάτησε μπροστά σε μια μεγάλη επιβλητική πύλη. Ένας στρατιώτης πάτησε ένα κουμπί με το αριστερό του χέρι ενώ στο δεξί του κρατούσε ένα Καλάζνικοφ. Το αυτοκίνητο προχώρησε μέσα στον περίβολο και σταμάτησε ξανά μπροστά σε μια δεύτερη καγκελόπορτα την οποία άνοιξε ένας αστυνομικός φρουρός. Κατέβηκαν πρώτοι οι δύο συνοδοί του και τον έκαναν νόημα να κατέβει κι αυτός. Όταν κατέβηκε από τη Μόσχοβιτς με μια επιδέξια κίνηση του πέρασαν τις χειροπέδες και χωρίς να τον μιλήσουν τον οδήγησαν σ΄ ένα κελί. Όταν τον έβαλαν μέσα ξεκλείδωσαν τις χειροπέδες κι έκλεισαν την πόρτα πίσω τους. Οι εμπειρίες του Αντώνη αδυνατούσαν να δώσουν απάντηση στο γεγονός αυτό. Δεν άργησε όμως να διακοπούν οι ερωτηματικοί ειρμοί των σκέψεων του, όταν κάποιος άνοιξε την πόρτα και τον έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Τον οδήγησε σ΄ ένα δωμάτιο, όπου καθόταν ένας άντρας σ΄ ένα τραπέζι με μια γραφομηχανή μπροστά του. Χωρίς να του συστηθεί άρχισε τις ερωτήσεις σε πολύ καλά ελληνικά. Ταυτόχρονα σημείωνε τις απαντήσεις του Αντώνη χτυπώντας τα πλήκτρα της βουλγάρικης γραφομηχανής που έκανε σαν τρένο που ανέβαινε ανηφοριές. Άρχισε με τις ερωτήσεις για τη γνωριμία του με την Αμερικανίδα, που ο Αντώνης δεν γνώριζε ούτε
καν το όνομα της ακόμα. Ο εξετάζων αυτός
τα αλλότρια άφησε γρήγορα τις ερωτήσεις
γύρω από την Αμερικανίδα και στη συνέχεια
ρωτούσε, να μάθει τα ονόματα των παππούδων
και προσπάππουδων του Αντώνη και τα
ονόματα των συγγενών του και τα
επαγγέλματα που έκαναν. Μετά όμως από ένα
μικρό διάλειμμα, δεν άργησε να μπει στο
θέμα που ουσιαστικά τον ενδιέφερε. είχε διαπιστώσει την ύπαρξη
εσωκομματικής παρακολούθησης, από
συντρόφους σπιούνους, παρακλάδια της KGB
για τη πολιτική δράση του κάθε «Λαμπράκη»
αλλά και για τις κινήσεις του. Η Σόφια και
το Κρεμλίνο, ήσαν καλύτερα πληροφορημένες
παρά οι αρμόδιες αρχές της του 14Κ της Δ.
Γερμανίας. Η προσωπική τοποθέτηση του
Αντώνη απέναντι στην οργανωμένη διάσπαση
του ΚΚΕ ήταν αυθόρμητη. Αυτός δεν
περίμενε να ακούσει τις πολιτικές
τοποθετήσεις γνωστών μελών της τότε ηγεσίας
της Αριστεράς, για να σχηματίσει
συμπορευόμενη γνώμη, όπως έκανε η
πλειοψηφία των μελών. Την απόφαση του την
είχε βγάλει μόνος του από τα τεκταινόμενα
μπροστά στα μάτια του, όπου έβλεπε να
γίνονται τρελά πράγματα και τα καταδίκασε
σαν απαράδεκτες πράξεις στη βάση της απλής
λογικής. |